Η Επιστημονική Μελέτη

Τίτλος επιστημονικής μελέτης: Η γεωπονική επιστήμη, η γεωργική τεχνολογία και ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής γεωργίας μέσα από τη μελέτη των συλλογών του Γεωργικού Μουσείου Γ.Π.Α. (1920-1960).

Η ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα συνδέεται άρρηκτα με την αγροτική ιστορία της, η οποία αποτελεί καίριο εργαλείο για την μελέτη και κατανόηση της οικονομικής πορείας της χώρας αλλά και την εξέλιξη της κοινωνίας της. Ο κατεξοχήν αγροτικός χαρακτήρας του ελληνικού κράτους, από τη σύστασή του μέχρι και τη δεκαετία του 1950, διαμόρφωσε ταυτόχρονα την παραγωγική δραστηριότητα αλλά και την κοινωνική δομή της Ελλάδας. Η ίδρυση της Ανώτατης Γεωπονικής Σχολής (Α.Γ.Σ.Α) στην Αθήνα το 1920 σηματοδότησε την αλλαγή στις στρατηγικές για την αγροτική παραγωγή, καθώς δρομολογήθηκε και συστηματοποιήθηκε η γεωργική εκπαίδευση σε ανώτερο επίπεδο, η οποία μέχρι τότε γινόταν από διάσπαρτα και ασυντόνιστα ιδρύματα που παρείχαν βασικού επιπέδου πρακτικές αγροτικές γνώσεις και δεξιότητες. Η Σχολή συνδέθηκε άμεσα με τον πρωτογενή τομέα παραγωγής, καθώς οι επιστήμονες γεωπόνοι που αποφοιτούσαν από αυτή αποτέλεσαν τους καθοδηγητές και συμβούλους των φτωχών στρωμάτων της υπαίθρου με νέες ιδέες για την καλλιέργεια της γης και την αύξηση της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής μέσα και από την εισαγωγή της τεχνολογικής καινοτομίας Ήδη από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της η Α.Γ.Σ.Α αποτέλεσε ένα μοναδικό ίδρυμα, όπου συμπυκνώνονταν, όλες οι βασικές επιστήμες, από τη βοτανική και τη ζωολογία, τη φυσική, τη χημεία, τα μαθηματικά και τη βιολογία, τη γεωλογία και τη μηχανική, την ανατομία και την υγιεινή και τη γενετική μέχρι την κοινωνιολογία και το δίκαιο. Αυτό άλλωστε μαρτυρούν και τα προγράμματα σπουδών καθώς και τα εργαστήρια της σχολής.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η συλλογή επιστημονικών οργάνων και μηχανών του Γεωργικού Μουσείου του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (Γ.Π.Α) θα αποτελέσει το κατεξοχήν υλικό του ερευνητικού μας προγράμματος, που βασικό στόχο έχει να αναδείξει περαιτέρω τη συλλογή και να αξιοποιήσει το πλούσιο πραγματολογικό και τεκμηριωτικό υλικό του Κέντρου Τεκμηρίωσης της Ιστορίας της Ελληνικής Γεωργίας και τη βάση δεδομένων των Καθηγητών της Γεωπονικής Σχολής.

Συγκεκριμένα, η μελέτη της συλλογής φιλοδοξεί να αναδείξει αρχικά την επιστημονική, οικονομική και πολιτισμική σημασία της προέλευσης και ποιότητας των οργάνων και μηχανών. Ποιες πληροφορίες, δηλαδή, μας δίνει αυτό το υλικό για τις επαφές των καθηγητών – διευθυντών των εργαστηρίων της Α.Γ.Σ.Α με την αντίστοιχη επιστημονική κοινότητα, τα εργαστήρια και ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού και ιδιαίτερα των χωρών από τις οποίες προμηθεύονταν το υλικό; Τι σήμαινε η προμήθεια υλικού από συγκεκριμένες χώρες για συγκεκριμένα εργαστήρια; Για παράδειγμα, γιατί τα όργανα φυσικής και χημείας προέρχονται κατά τεκμήριο από τη Γερμανία και σχεδόν αποκλειστικά από έναν κατασκευαστή, τον Max Kohl, ενώ τα γεωργικά μηχανήματα και εργαλεία για την εκπαίδευση των φοιτητών έχουν προέλευση κυρίως Ιταλική; Τι πληροφορίες μπορούμε να αντλήσουμε για τα εργαστήρια, το χαρακτήρα, το επίπεδο των σπουδών και την οργάνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας; Ποιος ήταν ο προσανατολισμός της επιστημονικής εκπαίδευσης και αργότερα της αγροτικής έρευνας, ποιους επιστημονικούς τομείς κάλυπταν οι συλλογές των οργάνων και μηχανών και ποιες ήταν οι εκπαιδευτικές, αγροτικές και εν τέλει οι κοινωνικές ανάγκες που το υλικό αυτό εξυπηρετούσε;

Ο δεύτερος στόχος του ερευνητικού μας προγράμματος αφορά στην αξιολόγηση της συλλογής σε σχέση με την τεχνολογική και επιστημονική αναβάθμιση της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, τον εκσυγχρονισμό της και την επενέργειά της στη διάχυση της γνώσης στην ελληνική ύπαιθρο και, συνεπώς, στη βελτίωση των συνθηκών της αγροτικής κοινωνίας. Η φύση των εργαστηριών της Α.Γ.Σ.Α διαμορφώθηκε σε άμεση συνάρτηση με την υποδομή τους και τον εξοπλισμό που, ως επί το πλείστον, έφτασε από το εξωτερικό, αποτυπώνοντας τα γνωστικά αντικείμενα που έπρεπε να διδαχθούν στη Σχολή, δίνοντας έτσι ένα ιδιαίτερο και επιστημονικά πολυσυλλεκτικό προφίλ στο ίδρυμα. Γεωπόνοι, κτηνίατροι, μηχανικοί, νομικοί, κοινωνιολόγοι, φυσικοί και χημικοί, συνέθεταν το καθηγητικό προσωπικό της Α.Γ.Σ.Α, διδάσκοντας και τα αντίστοιχα γνωστικά αντικείμενα. Ωστόσο, όπως μαρτυρούν τα όργανα της συλλογής, η οποία αποτελεί τον κεντρικό άξονα της έρευνάς μας και ταυτόχρονα το βασικό μεθοδολογικό εργαλείο, η διδασκαλία των διαφόρων γνωστικών αντικειμένων αποσκοπούσε στην δημιουργία ενός νέου τύπου «ειδικού» διανοούμενου του Μεσοπολέμου, ο οποίος είχε άμεση σχέση και επαφή με την αγροτική παραγωγή και την παραγωγική διαδικασία, προσφέροντας τεχνογνωσία στον αγροτικό πληθυσμό, συμβάλλοντας στην εκμηχάνιση της παραγωγής και τέλος στην μεταποίηση της αγροτικής παραγωγής με σημαντικά κοινωνικά και οικονομικά οφέλη για τη χώρα. Μεθοδολογικά, η μελέτη μας θα εστιάσει επίσης στο αρχειακό υλικό της Γεωπονικής Σχολής και κυρίως στο καθηγητικό προσωπικό, το εκπαιδευτικό και επιστημονικό τους προφίλ, τη διδακτική τους δραστηριότητα, την αλληλογραφία, τις επαφές με τους αρμόδιους φορείς της χώρας και με ερευνητικά κέντρα και επιστήμονες του εξωτερικού και τη δράση τους στην ελληνική ύπαιθρο. Τέλος, τα ερμηνευτικά εργαλεία της έρευνά μας προέρχονται τόσο από την ιστορία της επιστήμης και της τεχνολογίας, όσο και από την κοινωνιολογία των επιστημών, και συγκεκριμένα τις θεωρίες των Pierre Bourdieu και Anthony Giddens, καθώς και από την ανθρωπολογία και τον υλικό πολιτισμό.

Η μελέτη της υπάρχουσας συλλογής των οργάνων που στεγάζεται στο Γεωργικό Μουσείο του Γ.Π.Α, έχει ως απώτερο στόχο την προβολή της υπάρχουσας έκθεσης και της ένταξής της με περισσότερο τεκμηριωμένο τρόπο τόσο στην ιστορία της Γεωπονικής Σχολής και της γεωπονικής επιστήμης, όσο και στην αγροτική και κοινωνική ιστορία της χώρας. Το ερευνητικό πρόγραμμα που προτείνουμε θα συμβάλλει στη συνέχιση του έργου καταγραφής και διάσωσης του υλικού που βρίσκεται διάσπαρτο σε εργαστήρια του Γ.Π.Α και την ένταξή του στο στοιχειώδες Μητρώο της Συλλογής, του οποίου η πρώτη φάση ολοκληρώθηκε το 2010 και χρηματοδοτήθηκε από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο. Θα συμβάλλει επίσης στην ολοκληρωμένη τεκμηρίωση της εμπλουτισμένης από την έρευνά μας Συλλογής, όχι μόνο με όρους καταγραφής και μουσειακής προβολής του υλικού αλλά εντάσσοντας το υλικό αυτό στο ιστορικό, πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εμφανίζεται, χρησιμοποιείται και επικαιροποιείται. Η έρευνάς μας, τέλος, όχι μόνο θα αναβαθμίσει τον υλικό πολιτισμό της αγροτικής Ελλάδας, αλλά θα προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα της Συλλογής, σε επισκέπτες και ερευνητές, ιδιαίτερα χρήσιμη σήμερα, όπου ο αγροτικός τομέας καταλαμβάνει μια από τις κυρίαρχες θέσεις στο πρόγραμμα οικονομικής ανάκαμψης της Ελλάδας, καθιστώντας τη Συλλογή μοναδική στο είδος της.